- λιμόν
- λῑμόν , λιμόςFr.anon.masc/fem acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Λιμόν — (Limon). Πόλη (90.325 κάτ. το 2000) της Κόστα Ρίκα, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (9.188 τ. χλμ., 339.295 κάτ.). Αποτελεί το κυριότερο λιμάνι της Κόστα Ρίκα, τελικό σταθμό της σιδηροδρομικής γραμμής προς την πρωτεύουσα Σαν Χοσέ. Από το λιμάνι… … Dictionary of Greek
Λιμόν — Λιμός Fr.anon. masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κόστα Ρίκα — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Κόστα Ρίκα Έκταση: 51.100 τ. χλμ. Πληθυσμός: 3.834.934 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Σαν Χοσέ (313.262 κάτ. το 2000)Κράτος της Κεντρικής Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τη Νικαράγουα και στα ΝΑ με τον Παναμά, ενώ βρέχεται… … Dictionary of Greek
Κολόν — (Colόn). Πόλη (περ. 160.000 κάτ. το 1996) του Παναμά και πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (4.890.000 τ. χλμ., 204.208 κάτ.). Βρίσκεται στο νησί Mανθανίλιο του κόλπου Λίμον, 85 χλμ. ΒΔ της Πόλης του Παναμά και ενώνεται με τη στεριά με μια στενή… … Dictionary of Greek
Σαν Χοσέ — (San Jose). Πόλη (290 570 κάτ.), πρωτεύουσα της Κόστα Ρίκα και της ομώνυμης επαρχίας (4960 τ. χλμ.). Βρίσκεται σε ύψος 1172 μ. σ’ ένα από τα ευφορότερα υψίπεδα (Μεσέτα Σεντράλ) του Ισθμού του Παναμά, 80 χλμ. από το λιμάνι της, την Πουνταρένας,… … Dictionary of Greek
гладьныи — (20) пр. 1. Голодный, испытывающий голод: аще бы кѹю силѹ имѣлъ не бы гладенъ. ПНЧ 1296, 61; дрѹгы˫а прилетѣвъше гладны болѣзнь большю ми даю(т) (λιμῷ) ГА XIII–XIV, 141в; инѣмъ подающа пища. гладна себе оставити. ПНЧ XIV, 115г; аще и студенъ… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
PALAMEDIS — in Epigramm. veteri de Tabula, Hoc opus inventor nimium Palamedis amavit, Et parili excellens Mucius ingeniô: pro Palamedes, Graece Παλαμήδης. Sic Artabassis, pro Artabasses, apud Vobisc. in Probo, c. 4. Graece Α᾿ρταβάςςης: Lyristis, apud… … Hofmann J. Lexicon universale
επικατασκευάζω — ἐπικατασκευάζω (Α) 1. χτίζω κάτι πάνω σε κάτι 2. επιφέρω επιπλέον («ἐπικατασκευάζειν πρὸς τῷ πολέμῳ στάσιν ἑαυτοῑς καὶ λιμόν», Ιώσ.) 3. υποστηρίζω κάτι με πρόσθετα επιχειρήματα … Dictionary of Greek
ερύκω — ἐρύκω, παράλλ. τύποι ἐρυκάνω, ἐρυκανῶ (Α) 1. συγκρατώ την ορμή ή την κίνηση κάποιου, αναχαιτίζω, σταματώ, περιορίζω («ἵππους... ἐρύκεμεν αὖθ’ ἐπὶ τάφρῳ», Ομ. Ιλ.) 2. (για στρατό) εμποδίζω από τη φυγή 3. (για εχθρό) ανακόπτω τον δρόμο 4. συγκρατώ … Dictionary of Greek
λιμός — ο (AM λιμός, ὁ, Α και λιμός, ή) μεγάλη και παρατεταμένη έλλειψη ειδών διατροφής που παρουσιάζει ευρεία γεωγραφική εξάπλωση και προκαλεί αύξηση τής θνησιμότητας λόγω πείνας («λιμῷ δ οἴκτιστον θανέειν», Ομ. Οδ.) || (μσν. αρχ.) πειναλέος άνθρωπος… … Dictionary of Greek